Κυριακή 11 Δεκεμβρίου 2011

Το ένοχο κι αντεθνικό παρελθόν του ΚΚΕ

Τα πρώιμα χρόνια της ελληνικής Αριστεράς και η Φεντερασιόν του Αβραάμ Μπεναρόγια
Μέχρι τα πρώτα χρόνια του 20ού αιώνα η ελληνική Αριστερά διέπονταν από την ιδεολογία της κοινωνικής απελευθέρωσης, σε συνδυασμό με το αίτημα για την απελευθέρωση των λαών που ήταν υπόδουλοι στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Με κεντρικές μορφές, όπως ο σημαντικότερος Έλληνας σοσιαλιστής της εποχής, ο Σταύρος Καλλέργης, ο Μαρίνος Αντύπας, ο Νίκος Γιαννιός, ο Γεώργιος Σκληρός κ.ά., το σοσιαλιστικό κίνημα που κινούνταν στα όρια του ελλαδικού χώρου, θα ερχόταν αντιμέτωπο με νέα δεδομένα, όταν θα πραγματοποιούνταν η ενσωμάτωση της Θεσσαλονίκης και της Μακεδονίας: Στην Βόρεια Ελλάδα, το εβραιοβουλγαρικό σοσιαλιστικό κίνημα είχε πολύ μεγαλύτερη επιρροή, σε μια βάση διαφόρων εθνοτήτων που αποτελούσαν την περίφημη «μακεδονική σαλάτα».

Όταν απελευθερώθηκε η Θεσσαλονίκη από τον ελληνικό στρατό τον Οκτώβριο του 1912, οι μόνοι που αισθάνθηκαν απελευθερωμένοι, ήταν οι Έλληνες, οι οποίοι όμως μειοψηφούσαν σε πληθυσμό εκείνη την εποχή στην πόλη (σε σύνολο 150.000, οι Έλληνες ήταν 40.000, οι Εβραίοι 60.000, οι Τούρκοι 45.000 και οι λοιπές εθνότητες 5.000). Η μεγαλύτερη κοινότητα της Θεσσαλονίκης, η εβραϊκή, δεν είδε με καθόλου καλό μάτι την αλλαγή του καθεστώτος. Οι Εβραίοι, στα πλαίσια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, την οποία θεωρούσαν ως πατρίδα τους, έλεγχαν κάθε οικονομική δραστηριότητα. Τα νέα δεδομένα, προκαλούσαν γι’ αυτούς οικονομικές απώλειες, καθώς η αποχώρηση των ηττημένων αποτελούσε και απώλεια χρεών. Επιπλέον, τα όρια της ελληνικής επικράτειας, ήταν σαφώς πιο στενά απ’ αυτά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, στα οποία δρούσαν πριν εμπορικά και αυτή τη φορά έβλεπαν στα πρόσωπα των Ελλήνων τον κίνδυνο του ανταγωνισμού, τον οποίον δεν είχαν με τους μουσουλμάνους και τους Βούλγαρους, οι οποίοι περιορίζονταν στις αγροτικές ασχολίες και στο «χαμαλίκι». Εκτός όμως των οικονομικών λόγων, υπήρχε και ο φόβος των αντιποίνων, καθώς η εβραϊκή κοινότητα, όχι μόνο είχαν ενισχύσει οικονομικά τον πόλεμο των Τούρκων εναντίον των Ελλήνων, πραγματοποιώντας έρανο, με το τεράστιο ποσό των 650.000.000 χρυσών λιρών (δημοσίευμα Εφημερίδας «Εστία», 9 Οκτωβρίου 1912), αλλά μέλη της είχαν δημιουργήσει στρατιωτικό σώμα εθελοντών, οι οποίοι πολέμησαν στο πλευρό των Τούρκων κι εναντίον των Ελλήνων. Εξ άλλου, ήταν ακόμη νωπές οι μνήμες από τον λιθοβολισμό Ελλήνων αιχμαλώτων, από Εβραίους στην Θεσσαλονίκη. Υπό αυτές τις συνθήκες και παρ’ ότι ο Βενιζέλος είχε φροντίσει να καθησυχάσει την εβραϊκή κοινότητα παραχωρώντας τους και ιδιαίτερα προνόμια (π.χ. εξαγορά στρατιωτικής θητείας, διατήρηση της αργίας του Σαββάτου, διατήρηση της ισπανοεβραϊκής γλώσσας στις οικονομικές συναλλαγές κ.ά.), οι Εβραίοι ξεκίνησαν προσπάθειες «διεθνοποίησης» της πόλης στέλνοντας εκκλήσεις, πότε στους Βούλγαρους για να προστατέψουν με περιπολίες τις εβραϊκές συνοικίες, πότε στους Αυστριακούς, με αίτημα αυτή τη φορά, να προσαρτήσουν την Θεσσαλονίκη και την Μακεδονία, στην Αυστρουγγαρία, και πότε αποστέλλοντας επιτροπή στο Λονδίνο με αίτημα την αυτονόμηση της Μακεδονίας.
Δημοσίευμα της εφημερίδος «ΕΜΠΡΟΣ» (29 Απριλίου 1913)

Ένα από τα κινήματα αυτονόμησης της Μακεδονίας και της Θράκης, ήταν το εργατικό σωματείο «Εργατική Σοσιαλιστική Ομοσπονδία Θεσσαλονίκης» πιο γνωστό με τον ισπανοεβραϊκό τίτλο «Φεντερασιόν», το οποίο είχε ιδρυθεί το 1909 από τον Εβραίο τυπογράφο, βουλγαρικής καταγωγής, Αβραάμ Μπεναρόγια και τον επίσης Εβραίο Κουν Βεντούρα. Η Φεντερασιόν, που αποτελούνταν κυρίως από Εβραίους και Βούλγαρους, αρχικά ήταν ανοιχτά υπέρ των Νεότουρκων και κατά του διαμελισμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η οργάνωση εκπροσωπούνταν μάλιστα από το 1910 στο οθωμανικό κοινοβούλιο, με τον Βούλγαρο Ντίμιταρ Βλάχοφ. Προσγειωμένος όμως στην ωμή πραγματικότητα της προσάρτησης της Μακεδονίας στην Ελλάδα και κάτω από την διεθνή αντίληψη που υπήρχε για το μέλλον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ο Μπεναρόγια αναπροσάρμοσε την τακτική του και κάτω από τον σοσιαλιστικό μανδύα, προπαγάνδιζε μέσα από την εφημερίδα της οργάνωσης «Αβάντι», την αυτόνομη ομοσπονδία της Μακεδονίας, ως τμήμα μιας Βαλκανικής Ομοσπονδίας.

Γράφει για την Φεντερασιόν, ο διατελέσας προσωρινός Γενικός Γραμματέας του ΚΚΕ (1925-1926) και βουλευτής (1926-28), Ελευθέριος Σταυρίδης («Τα Παρασκήνια του ΚΚΕ»):

…Αύτη ήτο η λεγόμενη «Σοσιαλιστική Φεντερασιόν», αποτελουμένη από υπέρ τας 2.000 μέλη, κατά 90% μορφωμένους Εβραίους, ταξιδεύσαντας εις την Ευρώπην και μορφωθέντας εκεί σοσιαλιστικώς. Αύτη ήτο πολιτική οργάνωσις των Εβραίων κυρίως, αλλά σοσιαλιστική, με σοβαράν πολιτικήν δράσιν, ακόμα από της εποχής της Τουρκοκρατίας. Ήτο συνδεδεμένη με το διεθνές σοσιαλιστικό κίνημα και απετέλει επισήμως τμήμα της Β΄Σοσιαλιστικής Διεθνούς της Βέρνης, εις τα συνέδρια της οποίας απέστελλε τακτικά τους αντιπροσώπους της. Από το 1908 είχε συνεργαστεί με τους Νεοτούρκους, των οποίων το κέντρον ήτο η Θεσσαλονίκη, προς ανατροπήν του Σουλτάνου Χαμήτ, και πολλά μέλη αυτής, εν οις και ο γνωστός μετέπειτα Αβραάμ Μπεναρόγια, μετέσχον του αγώνος των Νεοτούρκων και εξεστράτευσαν εκ Θεσσαλονίκης κατά της Κωνσταντινουπόλεως και του Χαμήτ. Η σοσιαλιστική Φεντερασιόν της Θεσσαλονίκης επηρέαζε σοβαρά το εργατικό κίνημα της πόλεως και φυσικά προπαντός τους Εβραίους εργάτες, είχε δε και αρτιότατα λειτουργούντα δια τους εργάτας καταναλωτικόν συνεταιρισμόν, την «Λαϊκήν» με παντοπωλείον εις την εργατικήν συνοικία του Βαρδαρίου, από τον οποίον οι εργάται ηγόραζον ευθυνότερα τα καλυτέρας ποιότητος είδη, των κερδών κατανεμομένων, εις το τέλος του έτους, εις τους αγοραστάς καταναλωτάς, αναλόγως του ποσού της καταναλώσεώς των, κατά τρόπο σοσιαλιστικώτατον.

Όταν η ελληνική κυβέρνηση επιχείρησε να εφαρμόσει την φορολογία στις νεότερες περιοχές της Ελλάδος, η Φεντερασιόν που είχε μεγάλη επιρροή στην Βόρεια Ελλάδα, διοργάνωσε το 1914 απεργίες οι οποίες είχαν επιτυχία και δημιούργησαν αναταραχές. Γι’ αυτές τις απεργίες, η Φεντερασιόν κατηγορήθηκε πως τις διοργάνωνε για λογαριασμό των Βούλγαρων και των Αυστριακών, με σκοπό να δημιουργηθεί κλίμα που θα οδηγούσε στην απόσχιση. Με την λήξη της απεργίας, μετά από μερική ικανοποίηση των αιτημάτων των απεργών, ο Μπεναρόγια εκτοπίστηκε για περισσότερα από δυο χρόνια στην Νάξο, μαζί με τον επικεφαλή της απεργιακής επιτροπής, Σαμουέλ Γιονά. Σύμφωνα με την κατάθεση του Ιωάννη Κούσκουρα, διευθυντή της εφημερίδας της Θεσσαλονίκης «Νέα Αλήθεια», η οποία πρωτοστάτησε με άρθρα της εναντίον του Μπεναρόγια και της Φεντερασιόν, «Ο Μπεναρόγια ουδέν επάγγελμα εξασκεί εν τη πόλει ταύτη, υπάρχει υπόνοια ότι μισθοδοτείται υπό της Βουλγαρικής Κυβερνήσεως διά να συντηρή το εν λόγω Κέντρον, όπερ κατά την αντίληψίν μου έχει μεταβληθή εις ανατρεπτικόν ως απέδειξεν η τελευταία απεργία των καπνεργατών την οποία απεπειράθη να χρησιμοποιήση προς διατάραξιν της δημοσίας τάξεως εν Θεσσαλονίκη, όπως αποδείξη ότι δεν υφίσταται ασφάλεια εν Θεσσαλονίκη. Επίσης ο Μπεναρόγια αποδεικνύει διά της στάσεώς του ότι ουδένα τρέφει σεβασμόν προς την Ελληνικήν Κυβέρνησιν, διότι καίτοι του έγινον σχετικαί προτάσεις όπως αναρτήση την ελληνικήν σημαίαν επί της θύρας του Κέντρου, απέρριψε τας προτάσεις ταύτας περιφρονητικώς ειπών ότι ο Σοσιαλισμός ουδεμία σχέσιν έχει με την Ελληνικήν Κυβέρνησιν. Όλαι αύται αι ενέργειαι γίνονται εν γνώσει και τη συνεργασία του Σαμουέλ Γιουνά. Αλλο τι δεν έχω να προσθέσω και γράμματα γνωρίζω».

Παρ’ όλες αυτές τις διώξεις, η Φεντερασιόν θα κατορθώσει το 1915, να εκπροσωπηθεί στο ελληνικό κοινοβούλιο, χρησιμοποιώντας ως «δούρειο ίππο» τον συνδυασμό του Νίκου Γούναρη, εν μέσω και του κλίματος του Εθνικού Διχασμού. Τον τρόπο τον περιγράφει ο Ελευθέριος Σταυρίδης:

Η σοσιαλιστική Φεντερασιόν επηρέαζε επίσης τον γαλλόφωνον και ισπανόφωνον εβραϊκόν τύπον της Θεσσαλονίκης διά των μορφωμένων μελών της, τινά των οποίων ήσαν και δημοσιογράφοι, έκαμνε συχνάς μορφωτικάς σοσιαλιστικάς διαλέξεις και εξέδιδε και σοσιαλιστικόν περιοδικόν, την «Ωρόρ». Κατά τας εκλογάς του 1915, ο πρωθυπουργός της Ελλάδος, Γούναρης, εζήτησε την συνεργασίαν της Φεντερασιόν, εις τας εκλογάς του Μαΐου του 1915, ίνα μετάσχη του συνδυασμού του Γούναρη, τον οποίον κατήρτιζε τότε η λεγομένη Μακεδονική Νεολαία, ήτις είχεν επί κεφαλής τον Μπούσιον, τον Δραγούμην, τον Σουλιώτην Νικολαΐδην και άλλους. Η Φεντεριασιόν εδέχθη την συνεργασίαν, αλλά εδήλωσεν ότι η συνεργασία αύτη θα είναι μόνον εκλογική και μετά την νίκην κατά του Βενιζελισμού θα διελύετο, όπερ και εγένετο δεκτόν από τον Γούναρην. Έτσι η Φεντερασιόν υπέδειξε δύο βουλευτάς εις το ψηφοδέλτιον του Γούναρη, τον Αριστοτέλην Σιδέρην, σημερινόν καθηγητήν της Ανωτάτης Σχολής Εμπορικών και Οικονομικών Επιστημών, και τον Ισραηλίτην έμπορον Αλμπέρτον Κουριέλ. Εις τας εκλογάς με πλειοψηφικόν και με σφαιρίδιον επεκράτησε το αντιβενιζελικόν ψηφοδέλτιον, χάρις εις τας ψήφους της σοσιαλιστικής Φεντερασιόν, και οι Σιδέρης και οι Κουριέλ εξελέγησαν βουλευταί, αποσπασθέντες αμέσως μετά τας εκλογάς από του Γούναρη και παραμείναντες εις την Βουλήν ως ανεξάρτητοι σοσιαλισταί βουλευταί, οι πρώτοι σοσιαλισταί εις το ελληνικόν κοινοβούλιον.

Η γέννηση του ΚΚΕ
Η Φεντερασιόν κατανοούσε ότι η εκπροσώπηση στη Βουλή, από μόνο της δεν ήταν αρκετή. Η οργάνωση θα έπρεπε να έχει πανελλήνιο χαρακτήρα και όχι τοπικό και εβραιοβουλγαρικό, που είχε έως τότε. Η αλλαγή αυτού του χαρακτήρα, επιχειρήθηκε με την ενσωμάτωση στην ηγετική ομάδα και κάποιων Ελλήνων σοσιαλιστών, των οποίων η δύναμη εκείνη την εποχή, στην Ελλάδα ήταν σχετικά ασήμαντη. Έτσι, και υπό τις συνθήκες κοινωνικού αναβρασμού που επικρατούσαν τότε, πραγματοποιήθηκε στον Πειραιά, στις 4 Νοεμβρίου 1918, στον Πειραιά, το πρώτο πανελλήνιο σοσιαλιστικό συνέδριο, απ’ το οποίο αναδείχθηκε ένας νέος σχηματισμός: Το ΣΕΚΕ (Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ελλάδος), το οποίο, τον Απρίλιο του 1920 μετονομάστηκε σε ΣΕΚΚΕ (Σοσιαλιστικό Εργατικό Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδος), για να μετονομαστεί και πάλι το 1924 σε ΚΚΕ-ΕΤΚΔ (Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας – Ελληνικό Τμήμα της Κομμουνιστικής Διεθνούς). Έτσι γεννήθηκε το ΚΚΕ.

Το νέο κόμμα, με την δημιουργία του, βρέθηκε να έχει δύο εκπροσώπους στη Βουλή. Ο λόγος, όπως εξηγεί και ο Ελευθέριος Σιδέρης, ήταν πως «Όταν το 1917 ο Ελευθέριος Βενιζέλος μετά την επικράτησιν του Κινήματος της Θεσσαλονίκης, ανέστησε την «Βουλήν των Λαζάρων» λεγομένην, δηλαδή την Βουλήν του Μαΐου 1915, οι Σιδέρης και Κουριέλ έγιναν και πάλιν βουλευταί, ως «αναστάντες». Κατ’ αυτόν τον τρόπον, όταν τον Οκτώβριο του 1918 ιδρύθη το «Σοσιαλιστικόν Εργατικόν Κόμμα της Ελλάδος», ευρέθη και με δύο βουλευτάς, ανήκοντας εις την Φεντερασιόν, δηλαδή εις αυτό. Αι τρεις αύται σοσιαλιστικαί ομάδες ίδρυσαν το πρώτον εν Ελλάδι «Σοσιαλιστικόν Εργατικόν Κόμμα». Τα γραφεία του κόμματος εγκατεστάθησαν εις την οδόν Ευριπίδου αρ. 14, εις το επάνω, από τα μαγαζιά, πάτωμα».

ΚΚΕ και Μικρασιατική Εκστρατεία
Όπως ήταν φυσικό, τα μικρότερα και ανίσχυρα ελληνικά σοσιαλιστικά τμήματα του ΣΕΚΕ απορροφήθηκαν και επισκιάστηκαν από την σαφώς μεγαλύτερη και ισχυρότερη Φεντερασιόν και οι φωνές των Ελλήνων σοσιαλιστών που μιλούσαν για τους «αλύτρωτους αδερφούς» της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σκεπάστηκαν από την φωνή της κυρίαρχης Φεντερασιόν που μιλούσε για αυτόνομη Μακεδονία και Θράκη, κλείνοντας πονηρά το μάτι προς την Βουλγαρία. Η πρώτη ανακοίνωση του ΣΕΚΕ, καλούσε, μεταξύ άλλων, την ελληνική κυβέρνηση, να απέχει από κάθε πόλεμο και κάθε συμμαχία. Ήταν η στιγμή, που ο ελληνικός στρατός απελευθέρωνε, μετά την Ανατολική Μακεδονία, την Ιωνία, στην συνέχεια δε τη Δυτική και την Ανατολική Θράκη. Για το ΣΕΚΕ, δεν υπάρχουν υπόδουλοι πληθυσμοί, ενώ απουσιάζει οποιαδήποτε αναφορά στους υπόδουλους πληθυσμούς της Θράκης και της Μικράς Ασίας. Καλούσε μάλιστα τους κομμουνιστές στρατιώτες της Βαλκανικής Κομμουνιστικής Ομοσπονδίας, η οποία βρισκόταν υπό βουλγαρικό έλεγχο, να αντισταθούν στην ελληνική προέλαση. Στις 10 Σεπτεμβρίου 1920, κι ενώ η Ελλάδα με την Συνθήκη των Σεβρών τριπλασίαζε τα εδάφη της, το ΣΕΚΚΕ (πλέον) εξέδιδε προκήρυξη, η οποία κατέληγε ως εξής: «Κάτω οι πόλεμοι και η αλληλοσφαγή των λαών! Κάτω η επιστράτευσις και κάθε άλλος εκβιασμός τον λαού διά νέους πολέμους! Ζήτω η ειρήνη μεταξύ όλων των λαών της Ανατολής και όλου του κόσμου!».

Κάτω απ’ αυτά τα δεδομένα, αρκετοί Έλληνες σοσιαλιστές αποχώρησαν από το ΣΕΚΕ, αρνούμενοι να συνταχθούν στις αντεθνικές θέσεις του. Ο γνωστός για τα φιλοβενιζελικά του αισθήματα, σοσιαλιστής Νίκος Γιαννιός, σε επιστολή του προς την εφημερίδα «Έθνος», το 1951, αναφέρει χαρακτηριστικά:

Ιδρυταί του ΚΚΕ, τόσον εις τας Αθήνας όσον και εις την Θεσσαλονίκην, ήσαν Ισραηλίτες ή κρυπτοεβραίοι Έλληνες, το κίνημά των, παρ’ όλα τα σοσιαλιστικά φαινόμενα ή προσχήματα, ήτο εβραϊκόν εθνικιστικόν. Τούτο αποδεικνύεται και από την εκλογικήν των σύμπραξιν με τους Γούδα – Γούναρην και την αντίθεσίν των προς τον Βενιζελισμόν, ενώ ως γνωστόν, οι σοσιαλισταί πρέπει να συνεργάζωνται με τα πλέον προοδευτικά αστικά κόμματα εναντίον των παλαιοκομματικών και οπισθοδρομικών. Το υπό την ηγεσίαν μου τότε Σοσιαλιστικόν Κέντρον Αθηνών (έτος ιδρύσεως 1911) ουδέν μέρος έλαβεν εις την ίδρυσιν του ΚΚΕ. Τουναντίον προσπαθήσαμεν, μεταβάντες εις τα γραφεία του, οδός Ευριπίδου, να αποτρέψωμεν τους νεοφωτίστους κομμουνιστάς από το να προσχωρήσουν εις την Μόσχαν, προβλέψαντες ποία κρίσις και ποία δεινά επερίμεναν τον Σοσιαλισμόν της Ελλάδος και την Ελλάδα από την Σοβιετικήν παρερμηνείαν του Μαρξισμού. Δυστυχώς τα σοσιαλιστικά μας επιχειρήματα δεν εισακούστηκαν εφ’ όσον η εβραϊκή ηγεσία είχε τους ιδικούς της ανθελληνικούς σκοπούς, οι δε γύρω αυτής Έλληνες προλετάριοι ήσαν αγράμματοι και αφελείς. Προσήλθαμε εν τούτοις ως μειοψηφία εις το πρώτον Σοσιαλιστικόν Συνέδριον (1918), ηγωνίσθημεν και πάλιν, αλλ’ αποχωρήσαμεν εν τέλει δια να μη γίνωμεν όργανα της κομμουνιζούσης εβραϊκής πλειοψηφίας. Έκτοτε, οι παλιοί σοσιαλισταί, επολεμούσαμε και πολεμούμε φανερά και τίμια τον Μπολσεβικισμό, καθώς και τους κατοπινούς διφορουμένους «συναγωνιστάς» του.

Αργότερα, ο Ελευθέριος Σταυρίδης θα κάνει την διαπίστωση: «..οι Εβραίοι απεδείχθησαν περισσότερο Εβραίοι και ολιγώτερον κομμουνιστές ή μάλλον (…) απεδείχθη ότι οι Εβραίοι παραμένουν Εβραίοι και όταν ακόμη είναι κομμουνιστές…».

Το βάρος της προπαγάνδας της αντιπολεμικής εκστρατείας, σηκώνει το επίσημο έντυπο του ΣΕΚΚΕ, ο «Ριζοσπάστης», ο οποίος αρχικά, πριν προχωρήσει στο ΣΕΚΕ, υποστήριζε το κίνημα της «Εθνικής Άμυνας» του Ελευθερίου Βενιζέλου, στην Θεσσαλονίκη, όπου και πρωτοεκδόθηκε πριν μεταφερθεί στην Αθήνα. Με προκήρυξή της, η Εκλογική Επιτροπή του Κομμουνιστικού Κόμματος καλούσε «όλους τους εργάτας, επαγγελματίας και βιοπαλαιστάς Αθηνών‐Πειραιώς να συνενώσουν την φωνή τους, να διακηρύξουν την θέλησί τους, να διατρανώσουν την απόφασί τους για τον μεγάλον Απελευθερωτικόν αγώνα εναντίον της Τυραννίας, εναντίον της Εκμεταλλεύσεως, εναντίον όλων των Πολέμων…» («Ριζοσπάστης», 19 Σεπτεμβρίου 1920). Λίγες μέρες αργότερα, ένα άλλο έντυπο του ΣΕΚΚΕ, γράφει: «Τα λαγκάδια και τα βουνά της Μικρασίας γεμίσανε απ’ τα κορμιά των συναδέλφων μας. Τα όρνια του ουρανού χορτάσανε με τις σάρκες μας. Μη μας μιλάτε άλλο για πατρίδες και για εθνικές επαναστάσεις» («Εργατικός Άγων», 29 Νοεμβρίου 1920).

Η προπαγάνδα του ΣΕΚΚΕ, άρχισε να πιάνει τόπο και χαρακτηριστικό είναι, πως ένα σύνταγμα στρατού αρνήθηκε να επιβιβαστεί στα πλοία και να μεταβεί στην Μικρά Ασία. Οι κομμουνιστές, με επικεφαλή τον Παντελή Πουλιόπουλο, οι οποίοι είχαν διεισδύσει στις μονάδες του στρατού στο πολεμικό μέτωπο, έκαναν ότι μπορούσαν για να υπονομεύσουν τις πολεμικές προσπάθειες. Κεντρικό σύνθημα, γίνεται το «Στα σπίτια σας!» (παρεμπιπτόντως, με αυτόν τον τίτλο [«Οίκαδε»], είχε δημοσιεύσει ένα άρθρο κι ο εκδότης της «Καθημερινής», Γεώργιος Βλάχος, στις 14/27 Αυγούστου 1922, για το οποίο και κατηγορήθηκε). Οι λιποταξίες αποτελούν καθημερινό φαινόμενο, τις οποίες διευκολύνουν με κάθε τρόπο οι κομμουνιστικοί πυρήνες του μετώπου. Ο Σοβιετικός ιστορικός Νόβιτσεφ, αναφέρει χαρακτηριστικά («Turtsia: Kratkayia Istoria»): «Χάρις στην εκτεταμένη προπαγάνδα του Ελληνικού Κομμουνιστικού Κόμματος, που συνεργάστηκε με το Κομμουνιστικό Κόμμα της Τουρκίας… 100.000 φυγόστρατοι ή λιποτάκτες απέφυγαν τον ελληνικό στρατό… Ομάδες των κομμουνιστών παλαιμάχων της Μικράς Ασίας καυχώνταν ότι είχαν παίξει «οργανικό» ρόλο, διαδίδοντας τη σύγχυση και τον πανικό ανάμεσα στις ελληνικές μονάδες, τις κρίσιμες μέρες του Αυγούστου του 1922, όταν ο τουρκικός στρατός διέσπασε τις ελληνικές γραμμές… Αν και η αποτελεσματικότητα των κομμουνιστών πρακτόρων την κρίσιμη στιγμή δεν πρέπει να υπερτιμηθεί, συνέβαλαν στην περαιτέρω διάσπαση του μετώπου, όταν η τουρκική επίθεση έφτασε στο αποκορύφωμά της». Ο Αβραάμ Μπεναρόγια, περιγράφοντας την οργάνωση των κομμουνιστικών αντιπολεμικών πυρήνων στο μέτωπο, αναφέρει: «Μια ευρεία αντιπολεμική προπαγάνδα εις το μέτωπον και τα μετόπισθεν αναπτύσσεται. Οργανώνονται ενιαχού στρατιωτικοί κύκλοι προς μελέτη και συζήτηση. Ένα κόμμα αντιπολεμικό δημιουργείται στο μέτωπο».

Το ΣΕΚΚΕ, παρ’ ότι για τους Σλάβους της Μακεδονίας, διεκδικούσε την αυτονόμηση της περιοχής, για τους υπόδουλους Έλληνες της Μικράς Ασίας, δεν έλεγε λέξη. Για τους κομμουνιστές, ο πόλεμος των Ελλήνων ήταν «ιμπεριαλιστικός», ενώ του Κεμάλ «απελευθερωτικός». Όταν η Γερμανοεβραία θεωρητικός του Σοσιαλισμού, Ρόζα Λούξεμπουργκ διακήρυττε πως «…Η σημερινή μας θέση στο Ανατολικό Ζήτημα είναι να αποδεχτούμε τη διαδικασία διάλυσης της Τουρκίας ως μια υπαρκτή πραγματικότητα και να μην κάνουμε σκέψη ότι θα μπορούσε ή θα έπρεπε κανείς να τη σταματήσει και να εκδηλώσουμε στους αγώνες για αυτοδιάθεση των χριστιανικών εθνών την απεριόριστη συμπαράστασή μας», οι Έλληνες κομμουνιστές καλούσαν σε «Συναδέλφωση των Ελλήνων και Τούρκων στρατιωτών και κοινή πάλη με τις λαϊκές μάζες ανεξάρτητα από εθνικές, φυλετικές και θρησκευτικές διακρίσεις για τη δημοκρατία των εργατικών και αγροτικών συμβουλίων σ’ όλο το έδαφος της Μικράς Ασίας». Για τους Έλληνες κομμουνιστές, οι συμπαγείς ελληνικοί πληθυσμοί της Μικράς Ασίας, ήταν «ελληνικές παροικίες του εξωτερικού». Τα αντιπολεμικά δημοσιεύματα των ελληνικών κομμουνιστικών εντύπων, αποτέλεσαν κι ένα απρόσμενο δώρο για τους Νεότουρκους του Κεμάλ, οι οποίοι τα ανατύπωναν και τα σκόρπιζαν στις γραμμές του ελληνικού στρατού, ενισχύοντας έτσι την πτώση του ηθικού.

Ενώ, ήταν γνωστό πως η Ρωσία του Λένιν, υποστήριζε και τροφοδοτούσε τον ηγέτη των Νεότουρκων, Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ, κι ενώ η τύχη του Ελληνισμού βρίσκονταν στην κόψη του ξυραφιού, μ’ ένα δημοσίευμά του ο «Ριζοσπάστης», που υπέγραφε Κεντρική Επιτροπή του ΣΕΚΚΕ, τις 12 Απριλίου 1922 αποδοκιμάζει «την αισχροκέρδειαν, τον πόλεμον, την επιστράτευση», και καταλήγει με το «καταπληκτικό»: «Ζήτω η σοβιετική Ρωσία! Ζήτω οι Έλληνες εργάτες! Ζήτω το διεθνές προλεταριάτον! Κάτω οι πόλεμοι! Κάτω οι φόροι! Ζήτω η ειρήνη!». Διαφορετική γνώμη, φαίνεται να έχει όμως η «Ελληνική Κομμουνιστική Ομάς Οδησσού», που θεωρούσε αυτονόητα τα δικαιώματα των Ελλήνων στην περιοχή και με προκηρύξεις που μοίραζαν στον ελληνικό στρατό, καταγγέλλει τον τσαρισμό που «…ήθελε να πάρει την Τραπεζούντα, την Μικρασία και την Κωνσταντινούπολη ακόμα».

Στις 22 Μαΐου 1922, ο ιστορικός της Αριστεράς, Ιωάννης Κορδάτος, θα υπογράψει κείμενο της Κεντρικής Επιτροπής του ΣΕΚΚΕ, που εστιάζει στην οικονομική πτυχή του πολέμου. Το άρθρο, το οποίο δημοσιεύεται στον «Ριζοσπάστη» καταλήγει ως εξής:
«Να η αιωνία πληγή σου: Η εκστρατεία της Μικρασίας.
Να η ρίζα του κακού: Ο μικρασιατικός αγών.
Να η αιτία των φόρων, του απαίσιου δανείου, των υλικών και ηθικών συμφορών σου: Η διαιώνισις της μικρασιατικής περιπέτειας.
Το κράτος‐κυβέρνησις χρειάζεται καθημερινώς 3 εκατομμύρια διά την εκστρατείαν αυτήν Από που θα βγουν τα εκατομμύρια αυτά; Από τη ράχη σου, δυστυχισμένε λαέ. Εάν δεν παύση η μικρασιατική πληγή κάθε εξάμηνο το κράτος θα χρειάζεται εκατομμύρια, πολλά εκατομμύρια…».

Η Μικρασιατική Καταστροφή, η οποία θα επέλθει λίγο αργότερα και ο ξεριζωμός του Ελληνισμού από την Μικρά Ασία, δεν εμπόδισε τον «φυτευτό» από την Σοβιετική Ένωση αρχηγό του ΚΚΕ, Νίκο Ζαχαριάδη να γράψει λίγα χρόνια αργότερα: «Αν δεν νικιόμασταν στη Μικρασία, η Τουρκία θα ‘τανε σήμερα πεθαμένη και μεις Μεγάλη Ελλάδα. Γι’ αυτό, εμείς όχι μόνο δεν λυπηθήκαμε για την αστοτσιφλικάδικη ήττα στη Μικρασία, μα και την επιδιώξαμε» («Ριζοσπάστης», 12 Ιουλίου 1935), ενώ ο μάρτυρας Χρυσόστομος Σμύρνης που συγκλόνισε τον Ελληνισμό της Μικράς Ασίας -τον οποίο αρνήθηκε να εγκαταλείψει, παρ’ ότι του προσφέρθηκε η ευκαιρία- με τον μαρτυρικό του θάνατο, δεν ήταν παρά ένας «πράχτορας της ελληνικής μπουρζουαζίας» («Ριζοσπάστης», 26 Νοεμβρίου 1929).

Λίγες δεκαετίες αργότερα, το ΚΚΕ θα επαναλάβει ότι «Το κόμμα μας εκτέλεσε το διεθνιστικό χρέος του καταγγέλλοντας τον τυχοδιωκτικό χαρακτήρα αυτού του πολέμου. Γιατί ο ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1919-1922 ήταν από την πλευρά της Ελλάδος, ένας άλικος, επιθετικός και αρπαχτικός πόλεμος» («Νέος Κόσμος», τεύχος Σεπτεμβρίου 1951) και δεν διστάζει να καυχηθεί για την δράση του: «Το Κόμμα μας αψηφώντας την τρομοκρατία ανέπτυξε σοβαρή αντιπολεμική δράση στο μέτωπο και στα μετόπισθεν κατά τον ελληνοτουρκικό πόλεμο…» («Νέος Κόσμος», τεύχος Σεπτεμβρίου 1957).

Η «δράση» βέβαια αυτή των κομμουνιστών, που βοήθησε κι αυτή στον βαθμό που μπορούσε, για να περιέλθουν οι Έλληνες Μικρασιάτες στην κατάσταση που περιήλθαν, δεν τους εμπόδισε να ζητήσουν την ψήφο των εξαθλιωμένων προσφύγων, στις εκλογές του 1923, εκφράζοντας την «συμπόνοια» τους και μεταφέροντας όλες τις ευθύνες της «κατάντιας» τους στον «παράφρονα εθνικισμό»:

Αδέλφια πρόσφυγες!

Πεινασμένοι και μεις, κάτω στα υπόγεια, άρρωστοι και γυμνοί, στενάζοντας κάτω από τη σκληρή και απάνθρωπη εκμετάλλευση της ντόπιας πλουτοκρατίας, εμείς οι εργάτες και αγρότες της Ελλάδος, νοιώθουμε πολύ καλά πως κ’ εσείς στενάζετε κάτω από την πίεση και την εκμετάλλευση της ντόπιας κεφαλαιοκρατίας, ξεσπίτωτοι, δίχως γης, δίχως εργαλεία, δίχως γιατρούς και γιατρικά πεταμένοι σαν πρόβατα στους διάφορους σταθμούς, στους σακάτικους κάμπους της Μακεδονίας, στις διάφορες πόλεις της Ελλάδος δίχως δουλειά, δίχως τίποτα.

Πρόσφυγες!

Δεν θα έλθετε μόνον στην αγκαλιά της εργατικής τάξεως, η οποία μόνη μπορεί να νοιώση τον πόνο σας και ν’ ανακουφισθή αληθινά για την ανακούφισή σας, αλλά και θα παλαίψετε συγχρόνως μαζί μ’ αυτήνε στο πλευρό της ενάντια στον κοινό εχθρό -την κεφαλαιοκρατία- όταν θα σηκωθή για να γκρεμίση το καθεστώς αυτό της ιμπεριαλιστικής αχορτασιάς και του παράφρονος εθνικισμού ο όποιος σας οδήγησε στη σημερινή σας κατάντια.

Οι Μικρασιάτες, δεν φαίνεται όμως να συγκινήθηκαν απ’ αυτά τ’ «αδελφικά» λόγια και οι κομμουνιστές, βλέποντας πως δεν είχαν επιρροή στους πρόσφυγες εκδίδουν μια προκήρυξη με τίτλο «Το Κομμουνιστικό Κόμμα της Ελλάδος και τα αποτελέσματα των εκλογών», στην οποία τ’ «αδέρφια» οι πρόσφυγες, εξομοιώνονται πλέον με «χαφιέδες» και «αργόμισθους»:

Σύντροφοι,

Την προχθεσινή νύχτα (16 του Δεκεμβρίου 1923) ετελείωσαν αι υπό της Επαναστάσεως του Συνταγματάρχου Πλαστήρα προκηρυχθείσαι εκλογαί και εξ αυτής προήλθον 400 περίπου συνωμόται, οι οποίοι εντός ολίγων ημερών, χωρίς να τους έχετε εξουσιοδοτημένους, θα κανονίζουν την τύχην σας ως και μέχρι τώρα.

Μολονότι δεν τους εψήφισαν οι εργάται, οι χωρικοί, οι βιοπαλαισταί, οι έφεδροι και τα θύματα των πολέμων αυτοί εξελέγησαν. Εξελέγησαν υπό των προσφύγων,των γυναικών των προσφύγων, των παιδιών των προσφύγων, των χαφιέδων, των αργομίσθων.

Κι ενώ η Ελλάδα, ηττημένη, προσπαθούσε να περισώσει ότι μπορούσε στις διαπραγματεύσεις που θα οδηγήσουν στην Συνθήκη της Λοζάνης, και με την κατάσταση να εξακολουθεί να είναι έκρυθμη, το Κομμουνιστικό Κόμμα απαιτούσε: «Κατάργηση της στρατιωτικής θητείας και εξοπλισμός του εργαζόμενου λαού για την υπεράσπισή του από εσωτερικάς ανατροπάς και εξωτερικάς επιθέσεις», όταν λίγο πριν, ο ιταλικός στόλος του Μουσολίνι, με προσχηματικό τρόπο και κάνοντας επίδειξη ισχύος, βομβάρδιζε την Κέρκυρα.


Πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια: